ξεφύλλισμα

ξεφύλλισμα
το, -ατος
1. αφαίρεση ή αραίωση φύλλων φυτού: Φούντωσε η κληματαριά και θέλει ξεφύλλισμα.
2. αφαίρεση των πετάλων λουλουδιού: Το ξεφύλλισμα της μαργαρίτας.
3. φυλλομέτρημα του βιβλίου, γρήγορη και αποσπασματική ανάγνωση: Με το ξεφύλλισμα του βιβλίου δεν κερδίζεις σχεδόν τίποτα.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεφύλλισμα — το [ξεφυλλίζω] 1. αφαίρεση ή αραίωση τών φύλλων φυτού, η αποκοπή τών περιττών φύλλων και βλαστών ορισμένων φυτών, όπως τού αμπελιού 2. το αυτόματο πέσιμο ή η αφαίρεση τών πετάλων τού άνθους 3. μτφ. βιαστικό και επιπόλαιο διάβασμα βιβλίου με… …   Dictionary of Greek

  • βιβλίο — Σύνολο φύλλων χαρτιού, περγαμηνής ή άλλου υλικού, τυπωμένων ή χειρόγραφων, δεμένων μαζί ώστε να αποτελούν έναν τόμο, προορισμένο για κυκλοφορία. Η ιστορία του β. καλύπτει μια περίοδο πάνω από 5.000 ετών και είναι κατά μεγάλο μέρος ιστορία του… …   Dictionary of Greek

  • εκφύλλιση — η αποβολή ή κόψιμο τών φύλλων, τών φυτών ή τών λουλουδιών, μάδημα, ξεφύλλισμα …   Dictionary of Greek

  • φυλλολόγημα — το, Ν 1. συλλογή φύλλων για να χρησιμοποιηθούν για αφεψήματα ή ως ζωοτροφή 2. αφαίρεση φύλλων, ξεφύλλισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλολογώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1825 στο Λεξικόν Γραικογαλλικόν τού F. D. Deheque] …   Dictionary of Greek

  • φυλλομέτρημα — το, Ν 1. ξεφύλλισμα βιβλίου 2. βιαστικό, επιπόλαιο διάβασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < φυλλομετρώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • φύλλισις — ίσεως, ἡ, Α [φυλλίζω] η αφαίρεση τών φύλλων, το ξεφύλλισμα …   Dictionary of Greek

  • ξεφυλλίζω — ξεφύλλισα, ξεφυλλίστηκα, ξεφυλλισμένος 1. αποσπώ φύλλα, μαδώ τα πέταλα λουλουδιού: Το κλήμα θέλει ξεφύλλισμα. 2. φυλλομετρώ, διαβάζω στα γρήγορα βιβλίο, ρίχνω ματιές: Ξεφύλλισα το βιβλίο στα γρήγορα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • περιδιάβαση — η 1. η σκόπιμη ή μη περιφορά, το βολτάρισμα, ο βιαστικός περίπατος. 2. το ξεφύλλισμα ενός βιβλίου κτλ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλολόγημα — το, ατος 1. η συλλογή φύλλων φυτού που καλλιεργείται γι αυτό το σκοπό (π.χ. της μουριάς). 2. η αφαίρεση τμήματος από τα φύλλα φυτών την εποχή της βλάστησης, το φυλλομάδημα. 3. βιαστική ανάγνωση, φυλλομέτρημα, ξεφύλλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυλλομέτρημα — το, ατος 1. το μέτρημα των φύλλων βιβλίου. 2. η βιαστική ανάγνωση βιβλίου, το ξεφύλλισμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”